- ῥοφήσῃς
- ῥοφάωsup greedily upaor subj act 2nd sg (attic ionic)ῥοφέωsup greedily upaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρουφηχτός — ή, ό, Ν [ρουφώ] 1. αυτός που τρώγεται ή πίνεται με ρούφηγμα («ρουφηχτά αβγά») 2. φρ. «ρουφηχτό φιλί» παρατεταμένο φιλί με παράλληλη κίνηση ρόφησης … Dictionary of Greek
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek